- λιποστέφανος
- λῐπο-στέφᾰνος, ον,A falling from the wreath,
φύλλα AP6.71
(Paul. Sil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φύλλα AP6.71
(Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιποστέφανος — λιποστέφανος, ον (Α) (για φύλλα) αυτός που έχει πέσει από στεφάνι («σοὶ τὰ λιποστεφάνων διατίλματα μυρία φύλλων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + στέφανος] … Dictionary of Greek
λιποστεφάνων — λιποστέφανος falling from the wreath masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek